Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύσχημος -η -ο [éfsximos] Ε5 : για κτ. που γίνεται με πειστικό τρόπο, έτσι ώστε να φαίνεται δικαιολογημένο, αληθινό: Εύσχημη άρνηση / αναχώρηση. Aπέφυγε με εύσχημο τρόπο να απαντήσει. Θα βρω έναν εύσχημο τρόπο για να φύγω πριν από το τέλος της γιορτής.
(λόγ.) ευσχήμως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὔσχημος (αρχ. εὐσχήμων) `χαριτωμένος, με πλαστό εξωτερικό΄· λόγ. < αρχ. εὐσχήμως]