Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύσχημος
1 εγγραφή
εύσχημος -η -ο [éfsximos] Ε5 : για κτ. που γίνεται με πειστικό τρόπο, έτσι ώστε να φαίνεται δικαιολογημένο, αληθινό: Εύσχημη άρνηση / αναχώρηση. Aπέφυγε με εύσχημο τρόπο να απαντήσει. Θα βρω έναν εύσχημο τρόπο για να φύγω πριν από το τέλος της γιορτής. (λόγ.) ευσχήμως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εὔσχημος (αρχ. εὐσχήμων) `χαριτωμένος, με πλαστό εξωτερικό΄· λόγ. < αρχ. εὐσχήμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες