Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύστροφος -η -ο [éfstrofos] Ε5 : που έχει ταχύτατη αντίληψη και ικανότητα συνδυασμού και επεξεργασίας των εκάστοτε δεδομένων για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης: Είναι ~ (στις απαντήσεις του). ANT αργόστροφος. Είναι / έχει εύστροφο πνεύμα.
εύστροφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὔστροφος]