Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύστροφος
1 εγγραφή
εύστροφος -η -ο [éfstrofos] Ε5 : που έχει ταχύτατη αντίληψη και ικανότητα συνδυασμού και επεξεργασίας των εκάστοτε δεδομένων για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης: Είναι ~ (στις απαντήσεις του). ANT αργόστροφος. Είναι / έχει εύστροφο πνεύμα. εύστροφα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὔστροφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες