Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύλογος -η -ο [évloγos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται λογικό, δικαιολογημένο: Tίθεται ένα εύλογο ερώτημα. Οι αντιδράσεις δεν προκλήθηκαν χωρίς λόγο, αντίθετα ήταν πολύ εύλογες. Εύλογη τιμή, όχι υπερβολική. Θεωρώ ότι είναι εύλογο να
εύλογα ΕΠIΡΡ: Όπως ~ υποστήριξε ο ομιλητής (λόγ.) ευλόγως ΕΠIΡΡ: ~ αρνήθηκε να υπακούσει. [λόγ. < αρχ. εὔλογος, εὐλόγως]