Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύγευστος
1 εγγραφή
εύγευστος -η -ο [évjefstos] Ε5 : που έχει ευχάριστη γεύση· γευστικός: Εύγευστη τροφή.

[λόγ. ευ- γεύσ(ις) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες