Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εωθινός -ή -ό [eoθinós] Ε1 : (λόγ., λογοτ., εκκλ.) α. που έχει σχέση με την αυγή, με το πρώτο φως της ημέρας: Εωθινό ευαγγέλιο, που διαβάζεται στην ακολουθία του όρθρου. Εωθινά δοξαστικά, που ψάλλονται στο τέλος του όρθρου. β. (ως ουσ.) το εωθινό: β1. (εκκλ.) καθένα από τα δοξαστικά και τα ευαγγέλια του όρθρου. β2. (στρατ., παρωχ.) εγερτήριο σάλπισμα.
[λόγ. < ελνστ. ἐωθινός, αρχ. σημ.: `πρωινός΄]