Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επταπλάσιος -α -ο [eptaplásios] & εφταπλάσιος -α -ο [eftaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι εφτά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: H μία επιφάνεια είναι επταπλάσια από την άλλη. || (ως ουσ.) το επταπλάσιο.
επταπλάσια & εφταπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι. [λόγ. < αρχ. ἑπταπλάσιος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά (σύγκρ. μσν. εφταπλασίων)]