Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφτάψυχος
1 εγγραφή
εφτάψυχος -η -ο [eftápsixos] Ε5 : πειραχτικός ή ειρωνικός χαρακτηρισμός: 1. για άνθρωπο ή για ζώο με μεγάλη αντοχή στις αρρώστιες και στις κακουχίες, που δεν πεθαίνει εύκολα, ιδιαίτερα ως χαρακτηρισμός της γάτας. ΦΡ είναι ~ σαν γάτα*. 2. για αντικείμενο που δε χαλάει εύκολα: Aυτά τα παπούτσια είναι εφτάψυχα.

[εφτα- + ψυχ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες