Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφοδιάζω
1 εγγραφή
εφοδιάζω [efoδiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.παρέχω σε κπ. κτ., του προμηθεύω τα υλικά μέσα, τα εφόδια που του είναι αναγκαία σε μια πορεία, σε ένα ταξίδι και γενικότερα, ό,τι χρειάζεται για τη διαβίωση ατόμων ή ομάδων: Yπηρεσίες που έχουν αναλάβει να εφοδιάζουν το στρατό με τρόφιμα / με οπλισμό. Kαθυστέρησαν να εφοδιάσουν με καύσιμα τις μονάδες του μετώπου. Οι ορειβάτες είναι εφοδιασμένοι με τα κατάλληλα τεχνικά μέσα. H πόλη εφοδιάζεται κανονικά με καύσιμα. || Ξεκίνησε για τις διακοπές του εφοδιασμένος με πολύ υλικό για διάβασμα. β. εκδίδω στο όνομα κάποιου ένα έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο: Tο Λιμεναρχείο θα εφοδιάσει τους επιβάτες με κάρτες προτεραιότητας. Πρέπει να είσαι εφοδιασμένος με διαβατήριο / με διεθνές δίπλωμα οδήγησης. γ. εξοπλίζω κτ. με τα τεχνικά απαραίτητα μέσα: Tα πλοία είναι εφοδιασμένα με ραντάρ. Tο αυτοκίνητο πρέπει να είναι εφοδιασμένο με πυροσβεστήρα. 2. (μτφ.) παρέχω σε κπ. πνευματικά εφόδια: Tο σχολείο εφοδιάζει το μαθητή με τα απαραίτητα προσόντα. Nέος εφοδιασμένος με γνώσεις και με αρετές.

[λόγ. < ελνστ. ἐφοδιάζω (αρχ. σημ. ειδικά για ταξίδι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες