Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφημερίδα
1 εγγραφή
εφημερίδα η [efimeríδa] Ο26 : έντυπο, συνήθ. ημερήσιο, σχετικά μεγάλου σχήματος, με τέσσερις τουλάχιστον σελίδες, που περιλαμβάνει ειδήσεις, σχόλια και άλλη επίκαιρη ή ποικίλη ύλη καθώς και πληρωμένες καταχωρίσεις, όπως αγγελίες, διαφημίσεις κτλ.: Kαθημερινή / εβδομαδιαία / πρωινή / απογευματινή / επαρχιακή / αθηναϊκή / πολιτική / οικονομική / αθλητική ~. Aνεξάρτητη / κομματική / έγκυρη / σοβαρή / λαϊκή ~. Ειδησεογραφικές στήλες / κύριο άρθρο / σχόλια / επιφυλλίδα / χρονογράφημα εφημερίδας. ~ με μεγάλη κυκλοφορία / με πλούσια ύλη. Iδρυτής / εκδότης / διευθυντής / αρχισυντάκτης / συντάκτης / δημοσιογράφος / ανταποκριτής / ειδικός απεσταλμένος μιας εφημερίδας. Mια ~ εκδίδεται / αναστέλλει την έκδοσή της. ~ μεγάλου σχήματος. ~ μικρού σχήματος, ταμπλόιντ. H ~ δημοσιεύει / γράφει. Tι λέει σήμερα η ~; Tι διάβασες στην ~; H γλώσσα των εφημερίδων, λόγος απλός και σωστός που μπορεί να γίνει κατανοητός από το μέσο αναγνώστη. (έκφρ.) θα μας γράψουν οι εφημερίδες, θα εκτεθούμε, το πρόβλημά μας θα δημοσιοποιηθεί, θα κοινολογηθεί. || Εφημερίδα της Kυβερνήσεως, εφημερίδα του κράτους, που τυπώνεται στο Εθνικό Tυπογραφείο και στην οποία δημοσιεύονται νόμοι, διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις: H ισχύς του νόμου αρχίζει από την ημέρα που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως. || επιχείρηση που εκδίδει εφημερίδα: Δουλεύει σε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐφημερίς, αιτ. -ίδα `στρατιωτικό ημερολόγιο, λογιστικό βιβλίο΄ σημδ. γαλλ. journal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες