Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφετείο
1 εγγραφή
εφετείο το [efetío] Ο39 : 1.δικαστήριο που δικάζει υποθέσεις, κατά κανόνα, σε δεύτερο βαθμό: Aσκήθηκε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Εφετείου Aθηνών / Θεσσαλονίκης. Πενταμελές / τριμελές ~. Ορκωτό / μεικτό ~ κακουργημάτων. 2. το κτίριο όπου συνεδριάζει το παραπάνω δικαστήριο και όπου στεγάζονται οι διάφορες υπηρεσίες του: Οι αίθουσες του Εφετείου.

[λόγ. εφέτ(ης) -είον απόδ. γαλλ. cour d΄appel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες