Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφεξής [efeksís] επίρρ. : 1.(λόγ.) α. (τοπ.) για κτ. που ακολουθεί μια συνεχή σειρά, που διαδέχεται το ένα μετά το άλλο:
από τη σελίδα δέκα και ~. β. (χρον.) από τώρα / τότε και μετά συνεχώς, στο εξής: ~ θα ισχύουν οι νέες διατάξεις. 2. (μαθημ.) ~ γωνίες, που έχουν την κορυφή και μία πλευρά κοινή. ~ αριθμοί, που διαφέρουν κατά μία μονάδα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐφεξῆς· 2: σημδ. γαλλ. adjacent]