Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφελκυσμός
1 εγγραφή
εφελκυσμός ο [efelkizmós] Ο17 : (μηχαν.) η ενέργεια δύο ίσων και αντίθετων δυνάμεων επάνω σε ένα σώμα, που τείνουν να αυξήσουν το μήκος του: Aντοχή ενός υλικού στον εφελκυσμό. Kαταπόνηση από εφελκυσμό. Δίνω σε ένα μέταλλο τη μορφή του σύρματος με τη μέθοδο του εφελκυσμού.

[λόγ. < ελνστ. ἐφελκυσμός `τράβηγμα΄ σημδ. γαλλ. traction]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες