Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφεδρεία
1 εγγραφή
εφεδρεία η [efeδría] Ο25 : 1.(στρατ.) α. το σύνολο των ανδρών (εφέδρων) που έχουν αφυπηρετήσει, που μπορούν όμως να ανακληθούν στην ενερ γό υπηρεσία σε περίπτωση επιστράτευσης: Πρώτη / δεύτερη σειρά εφεδρείας, που περιλαμβάνει τις νεότερες / τις μεγαλύτερες ηλικίες. Aνακαλώ κπ. από την ~. Mπαίνω / βάζω κπ. στην ~ και με επέκταση, για κπ. που αποσύρεται από την ενεργό δράση για να δραστηριοποιηθεί πάλι σε περίπτωση ανάγκης. || Bάζω ένα πλοίο στην ~. β. (πληθ.) μονάδες που είναι έτοιμες να βοηθήσουν τα στρατιωτικά τμήματα που μάχονται: Ο διοικητής έριξε όλες τις εφεδρείες στη μάχη. 2. (μτφ.) για έμψυχο δυναμικό ή για υλικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης: Ο θίασος διαθέτει αρκετούς αναπληρωματικούς ηθοποιούς για ~, ως εφεδρικούς. Εφεδρείες καυσίμων / τεχνικού εξοπλισμού, αποθέματα. (έκφρ.) κρατώ εφεδρείες δυνάμεων, δεν εξαντλώ όλες τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου. έχω κτ. για ~, για να αντικαταστήσω κτ. που χάλασε ή τελείωσε, το έχω για ρεζέρβα.

[λόγ. < ελνστ. ἐφεδρεία, αρχ. σημ.: `το να περιμένεις τη σειρά σου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες