Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφαπτομένη
1 εγγραφή
εφαπτομένη η [efaptoméni] Ο30 γεν. πληθ. εφαπτομένων : (μαθημ.) ευθεία που εφάπτεται σε ένα μόνο σημείο της περιφέρειας κύκλου ή άλλης καμπύλης γραμμής, χωρίς να την τέμνει: ~ γωνίας / τόξου.

[λόγ. θηλ. μπε. του ρ. εφάπτομαι μτφρδ. γαλλ. tangente]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες