Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφίππιο
1 εγγραφή
εφίππιο το [efípio] Ο40 : (λόγ.) σέλα.

[λόγ. < ελνστ. ἐφίππιον, αρχ. σημ.: `πανί της σέλας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες