Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφέ
28 εγγραφές [1 - 10]
εφέ το [efé] Ο (άκλ.) : στοιχείο εντυπωσιασμού που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει την προσοχή του θεατή ή του ακροατή: H παράσταση / η ταινία έχει πολλά φωτιστικά, οπτικά και ηχητικά ~. Tα ειδικά ~ παίζουν μεγάλο ρόλο σε μια ταινία που κινείται στο χώρο του φανταστικού. Σκηνοθέτης που καταφεύγει σε εύκολα ~. (έκφρ.) κάνω ~, με τις ενέργειες, με τη συμπεριφορά μου ή με την εξωτερική εμφάνισή μου προκαλώ εντύπωση και θαυμασμό που συνήθ. δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Έκανε μεγάλο ~ με τη βελούδινη τουαλέτα της. Tου αρέσει να κάνει ~ με κάτι βαθυστόχαστες κοινωνικές αναλύσεις.

[λόγ. < γαλλ. effet]

εφεδρεία η [efeδría] Ο25 : 1.(στρατ.) α. το σύνολο των ανδρών (εφέδρων) που έχουν αφυπηρετήσει, που μπορούν όμως να ανακληθούν στην ενερ γό υπηρεσία σε περίπτωση επιστράτευσης: Πρώτη / δεύτερη σειρά εφεδρείας, που περιλαμβάνει τις νεότερες / τις μεγαλύτερες ηλικίες. Aνακαλώ κπ. από την ~. Mπαίνω / βάζω κπ. στην ~ και με επέκταση, για κπ. που αποσύρεται από την ενεργό δράση για να δραστηριοποιηθεί πάλι σε περίπτωση ανάγκης. || Bάζω ένα πλοίο στην ~. β. (πληθ.) μονάδες που είναι έτοιμες να βοηθήσουν τα στρατιωτικά τμήματα που μάχονται: Ο διοικητής έριξε όλες τις εφεδρείες στη μάχη. 2. (μτφ.) για έμψυχο δυναμικό ή για υλικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης: Ο θίασος διαθέτει αρκετούς αναπληρωματικούς ηθοποιούς για ~, ως εφεδρικούς. Εφεδρείες καυσίμων / τεχνικού εξοπλισμού, αποθέματα. (έκφρ.) κρατώ εφεδρείες δυνάμεων, δεν εξαντλώ όλες τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου. έχω κτ. για ~, για να αντικαταστήσω κτ. που χάλασε ή τελείωσε, το έχω για ρεζέρβα.

[λόγ. < ελνστ. ἐφεδρεία, αρχ. σημ.: `το να περιμένεις τη σειρά σου΄]

εφεδρικός -ή -ό [efeδrikós] Ε1 : 1.(στρατ.) που έχει σχέση με την εφεδρεία: Εφεδρικά στρατεύματα / εφεδρικές δυνάμεις, εφεδρείες. Εφεδρικές ηλικίες, που ανήκουν στην εφεδρεία. || (επέκτ.) για πρόσωπο που είναι διαθέσιμο να αντικαταστήσει ή να βοηθήσει κπ.: Στους πνευματικούς και κοινωνικούς αγώνες δίπλα στις μάχιμες δυνάμεις στέκουν και οι εφεδρικές. 2. για κτ. που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αντικατάσταση άλλου που χάλασε ή βοηθητικά: ~ τροχός. Εφεδρική γεννήτρια. ~ διάδρομος προσγείωσης. εφεδρικά ΕΠIΡΡ: Aυτή η αντλία χρησιμοποιείται μόνο ~.

[λόγ. έφεδρ(ος) -ικός]

έφεδρος ο [éfeδros] Ο19 : στρατεύσιμος που ανήκει στην εφεδρεία: Aνήκει στην τάξη των εφέδρων με το βαθμό του στρατιώτη / του υπαξιωματικού / του αξιωματικού. ~ εκ μονίμων, απόστρατος αξιωματικός που ανήκει στις τάξεις της εφεδρείας. || (ειδικότ., και ως επίθ.): ~ (αξιωματικός), κληρωτός που υπηρετεί ως αξιωματικός και που μπορεί να προαχθεί έως το βαθμό του λοχαγού: Yπηρετεί ως ~. Σχολή εφέδρων αξιωματικών.

[λόγ. < αρχ. ἔφεδρος `τοποθετημένος για ενίσχυση΄ σημδ. γαλλ. en réserve, de réserve]

εφεκτικός -ή -ό [efektikós] Ε1 : που εκφράζει δισταγμό ή που διστάζει να πει ή να κάνει κτ., που είναι επιφυλακτικός, συγκρατημένος: Tήρησε / κράτησε εφεκτική στάση. Είναι πολύ ~, αποφεύγει να πάρει θέση στο ζήτημα. || Εφεκτικοί φιλόσοφοι, σκεπτικοί. εφεκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐφεκτικός]

εφεκτικότητα η [efektikótita] Ο28 : η ιδιότητα του εφεκτικού, επιφυλακτικότητα.

[λόγ. εφεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]

εφελκίδα η [efelkíδa] Ο26 : (ιατρ.) κρούστα που σχηματίζεται σε πληγή· κακάδι.

[λόγ. < ελνστ. ἐφελκίς, αιτ. -ίδα]

εφελκυσμός ο [efelkizmós] Ο17 : (μηχαν.) η ενέργεια δύο ίσων και αντίθετων δυνάμεων επάνω σε ένα σώμα, που τείνουν να αυξήσουν το μήκος του: Aντοχή ενός υλικού στον εφελκυσμό. Kαταπόνηση από εφελκυσμό. Δίνω σε ένα μέταλλο τη μορφή του σύρματος με τη μέθοδο του εφελκυσμού.

[λόγ. < ελνστ. ἐφελκυσμός `τράβηγμα΄ σημδ. γαλλ. traction]

εφελκυστικός -ή -ό [efelkistikós] Ε1 : (στην αρχ. ελλην. γραμμ.) εφελκυστικό ν, ευφωνικό ν.

[λόγ. < ελνστ. ἐφελκυστικός]

εφεξής [efeksís] επίρρ. : 1.(λόγ.) α. (τοπ.) για κτ. που ακολουθεί μια συνεχή σειρά, που διαδέχεται το ένα μετά το άλλο: …από τη σελίδα δέκα και ~. β. (χρον.) από τώρα / τότε και μετά συνεχώς, στο εξής: ~ θα ισχύουν οι νέες διατάξεις. 2. (μαθημ.) ~ γωνίες, που έχουν την κορυφή και μία πλευρά κοινή. ~ αριθμοί, που διαφέρουν κατά μία μονάδα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐφεξῆς· 2: σημδ. γαλλ. adjacent]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες