Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευώδης
1 εγγραφή
ευώδης -ης -ες [evóδis] Ε11 : (λόγ.) ευωδιαστός. ANT δυσώδης. || ειρωνικά, για κτ. δυσώδες, δύσοσμο.

[λόγ. < αρχ. εὐώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες