Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευωδιάζω [evoδjázo & evoδiázo] Ρ2.1α : για κτ. που αναδίδει ευωδιά, που μοσχοβολάει: Tα λουλούδια ευωδιάζουν. Tην άνοιξη ευωδιάζει ο τόπος. Ευωδιάζουν τα φρεσκοπλυμένα ρούχα. Tο σπίτι ευωδιάζει από τα φρεσκοψημένα γλυκά. || (μτφ.): Άνθρωπος που ευωδιάζει από την αγάπη και την ταπείνωση.
[ελνστ. εὐωδιάζω]