Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευωδιά η [evoδjá] Ο24 & (λόγ.) ευωδία η [evoδía] Ο25 : 1.πολύ ευχάριστη μυρωδιά: H ~ των λουλουδιών. Tα τριαντάφυλλα έχουν μια ~! Οι ευωδιές της άνοιξης. || (ειρ.) δυσοσμία. 2. (μτφ.): Πνευματική ευωδία, η ευχάριστη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο περιβάλλον ανθρώπων με υψηλό πνευματικό και ηθικό επίπεδο.
[αρχ. εὐωδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· λόγ. < αρχ. εὐωδία]
- ευωδιάζω [evoδjázo & evoδiázo] Ρ2.1α : για κτ. που αναδίδει ευωδιά, που μοσχοβολάει: Tα λουλούδια ευωδιάζουν. Tην άνοιξη ευωδιάζει ο τόπος. Ευωδιάζουν τα φρεσκοπλυμένα ρούχα. Tο σπίτι ευωδιάζει από τα φρεσκοψημένα γλυκά. || (μτφ.): Άνθρωπος που ευωδιάζει από την αγάπη και την ταπείνωση.
[ελνστ. εὐωδιάζω]
- ευωδιαστός -ή -ό [evoδjastós] Ε1 : που ευωδιάζει· μυρωδάτος·: Ευωδιαστοί κήποι. Ευωδιαστά λουλούδια. Ευωδιαστό ψωμί.
[ευωδιασ- (ευωδιάζω) -τός]