Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευχαριστία
2 εγγραφές [1 - 2]
ευχαριστία η [efxaristía] Ο25 : I.(συνήθ. πληθ.) έκφραση ευγνωμοσύνης: α. σε τυποποιημένες εκφράσεις, όταν θέλουμε να ευχαριστήσουμε κπ.: Σας εκφράζω τις ευχαριστίες μου. Δεχτείτε τις θερμές μου ευχαριστίες για τη συμπαράστασή σας / για τις ευχές σας κτλ. (Διαβίβασε) τις ευχαριστίες μου στον αδελφό σου. β. (εκκλ.) ευχαριστήρια προσευχή: Ύμνος ευχαριστίας προς το Θεό. Aναπέμπτω ευχαριστίες στο Θεό. II. (εκκλ.) Θεία Ευχαριστία, το μυστήριο που αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Λειτουργίας και κατά το οποίο μετουσιώνεται ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και σε αίμα του Xριστού.

[λόγ.: Ι: αρχ. εὐχαριστία `ευγνωμοσύνη΄ & σημδ. γαλλ. remerciement· ΙΙ: ελνστ. σημ.]

ευχαριστιακός -ή -ό [efxaristiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την ευχαριστία προς το Θεό ή με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: Ευχαριστιακή σύναξη των πιστών.

[λόγ. ευχαριστί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες