Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευχαριστήριος -α -ο [efxaristírios] Ε6 : α.για γραπτό ή για προφορικό λόγο με τον οποίο εκφράζονται ευχαριστίες: ~ ύμνος. Ευχαριστήρια επιστολή / προσευχή. Ευχαριστήριο γράμμα. β. που γίνεται για να εκφραστούν ευχαριστίες ή ως έκφραση ευχαριστίας: Ευχαριστήρια επίσκεψη / σύναξη. Ευχαριστήριο δώρο. γ. (ως ουσ.) γ1. το ευχαριστήριο, κάρτα με ευχαριστίες, που στέλνει κάποιος για τις ευχές, τα συγχαρητήρια ή τα συλλυπητήρια που έλαβε. γ2. (παρωχ.) τα ευχαριστήρια, λόγια ευχαριστίας, ευχαριστίες.
[λόγ. < ελνστ. εὐχαριστήριος `που εκφράζει ευγνωμοσύνη΄ & κατά τις σημ. της λ. ευχαριστώ]