Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευφυολόγημα το [efiolójima] Ο49 : έξυπνος αστεϊσμός που λέγεται συνήθ. πειραχτικά ή ειρωνικά· ευφυολογία: Είναι περιζήτητος στις συντροφιές για το χιούμορ του και για τα ευφυολογήματά του. || εξυπνάδα2: Άρχισε πάλι τα ευφυολογήματα.
[λόγ. ευφυολογη- (ευφυολογώ) -μα]