Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευυπόληπτος -η -ο [evipóliptos] Ε5 : που τον υπολήπτονται, που τον εκτιμούν όλοι για το ήθος του. ANT ανυπόληπτος: ~ πολίτης. Ευυπόληπτη οικογένεια. Ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας. || φερέγγυος: ~ έμπορος. Ευυπόληπτη εταιρεία.
[λόγ. ευ- υποληπ- (υπολήπτομαι) -τος (διαφ. το αρχ. εὐυπόληπτος `που μπορεί να τον σηκώσουν εύκολα΄)]