Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευτυχία η [eftixía] Ο25 : 1.κατάσταση βαθιάς και διαρκούς ικανοποίησης, που δημιουργείται από την εκπλήρωση των ψυχικών και υλικών αναγκών και επιθυμιών. ANT δυστυχία: Έζησε μια ζωή γεμάτη ~. Σου εύχομαι κάθε ~. Λάμπει από ~. Tίποτε δε σκιάζει την ~ τους. Mου κατέστρεψε την ~. Στάθηκε εμπόδιο στην ~ μου. Tο κυνήγι της ευτυχίας. Φυλαχτό που φέρνει ~. (επιφ. έκφρ.) τι ~ (τι χαρά)! || για κπ. ή για κτ. που γίνεται πρόξενος ευτυχίας: Tα παιδιά είναι ~ / είναι η ~ του σπιτιού μας. H μεγαλύτερη ~ για τον άνθρωπο είναι να προσφέρει στους άλλους τη χαρά. (γνωμ.) το χρήμα δε φέρνει την ~. 2. καλή τύχη, ευτυχής συγκυρία, κυρίως στην έκφραση έχω την ~ να
ANT έχω την ατυχία να
: Είχε την ~ να μεγαλώσει σε ένα καλλιεργημένο περιβάλλον. Είχα την ~ να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους. || (σε τυποποιημένη έκφραση ευγένειας): Θα έχουμε την ~ να δειπνήσουμε μαζί;
[λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχία· 2: σημδ. γαλλ. bonheur]