Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευτυχής -ής -ές [eftixís] Ε10 : 1α.(για πρόσ.) ευτυχισμένος1α. ANT δυστυχής: Ήταν ~ σε όλη του τη ζωή. || τυχερός: Ευτυχείς οι γονείς που έχουν καλά παιδιά. ~ όποιος δε γνώρισε πολέμους και προσφυγιά. β. ευχαριστημένος, σε τυποποιημένες εκφράσεις ευγένειας: Είμαι ιδιαίτερα ~ που σας γνωρίζω / που σε ξαναβλέπω. Θα ήμουνα ~, αν μπορούσα να σας βοηθήσω. 2α. για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν πολ λά ευχάριστα γεγονότα· ευτυχισμένος2α. ANT δυστυχής: Mαζί της έζησε τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής του. (λόγ. ευχή) ευτυχές το νέον έτος. β. για κτ. που είναι σύμφωνο με τις επιθυμίες, με τις επιδιώξεις κάποιου. ANT ατυχής: Οι προσπάθειές του είχαν ευτυχή κατάληξη. Ήταν μια ~ σύμπτωση. Ευτυχές γεγονός, συνήθ. όταν αναφερόμαστε σε εγκυμοσύνη ή σε γέννηση: Περιμένει ευτυχές γεγονός. H αναγγελία του ευτυχούς γεγονότος. || πολύ πετυχημένος, σωστός: Είχε την ευτυχή έμπνευση να
H επιλογή του δεν ήταν ιδιαίτερα ~.
ευτυχώς* ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1α: αρχ. εὐτυχής· 1β: σημδ. γαλλ. heureux· 2: σημδ. αγγλ. happy]