Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευσυνείδητος
1 εγγραφή
ευσυνείδητος -η -ο [efsiníδitos] Ε5 : 1.που ενεργεί σύμφωνα με τις επιταγές της ηθικής του συνείδησης, με αποτέλεσμα να εκτελεί το καθήκον του με επιμέλεια, με ενδιαφέρον και με εντιμότητα. ANT ασυνείδητος: Είναι ~ υπάλληλος / τεχνίτης / γιατρός / δάσκαλος. Ένας ~ οδηγός δε θα εγκατέλειπε αβοήθητο το θύμα του. 2. για έργο ή για ενέργεια που έχει γίνει με επιμέλεια, ενδιαφέρον και εντιμότητα: Έκανε μια πολύ ευσυνείδητη δουλειά. ευσυνείδητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εὐσυνείδητος `με καθαρή συνείδηση, τίμιος΄ σημδ. γαλλ. consciencieux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες