Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευσταχιανός
1 εγγραφή
ευσταχιανός -ή -ό [efstaxianós] Ε1 : (ανατ.) ευσταχιανή σάλπιγγα, μικρός σωλήνας που συνδέει το μέσο ους με το ρινοφάρυγγα.

[λόγ. < νλατ. eustachianus < ανθρωπων. Εustachi(ano) (Ιταλός ανατόμος) -anus = -ανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες