Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευποιία
1 εγγραφή
ευποιία η [efpiía] Ο25 : (λόγ.) αγαθοεργία: Aφιέρωσε τη ζωή της σε έργα ευποιίας. Tάγμα Ευποιίας, το ένα από τα τέσσερα τάγματα αριστείας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. εὐποιΐα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες