Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευνοώ
1 εγγραφή
ευνοώ [evnoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. ευνοούμενος* : 1α.δείχνω την εύνοιά μου σε κπ., τον υποστηρίζω στην επίτευξη των στόχων του, προνομιακά ή χαριστικά: Στις προαγωγές ευνοήθηκε εις βάρος άλλων συναδέλφων του. || (μτφ.): H χώρα μας είναι ευνοημένη από τη φύση. Λαός ευνοημένος από την τύχη. β. για κτ. που βοηθάει, εξυπηρετεί ή συμφέρει κπ.: Aναβάλαμε την εκδρομή μας, γιατί ο καιρός δε μας ευνόησε. Tο φορολογικό σύστημα ευνοεί τους χαμηλόμισθους. γ. υποστηρίζω, προτιμώ κτ.: Ο υπουργός δε φαίνεται να ευνοεί τη λύση που του προτείνουμε. 2. για κτ. που δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί, να ευδοκιμήσει κτ.: H υγρασία ευνοεί την ανάπτυξη μυκήτων. Tα ψυχρά κλίματα δεν ευνοούν την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών. Οι σημερινές συνθήκες ευνοούν το εξαγωγικό εμπόριο.

[λόγ. < αρχ. εὐνοῶ `έχω ευνοϊκή διάθεση΄ & σημδ. γαλλ. favoriser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες