Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευνουχοϊδισμός
1 εγγραφή
ευνουχοϊδισμός ο [evnuxoiδizmós] Ο17 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε ανεπαρκή λειτουργία των γεννητικών αδένων.

[λόγ. < διεθ. eunuchoid- < αρχ. εὐνουχοειδ(ής) `σαν ευνούχος΄ -ism = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες