Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευμένεια
1 εγγραφή
ευμένεια η [evménia] Ο27 : η ιδιότητα του ευμενούς, η καλή διάθεση απέναντι σε κπ. ή σε κτ.· εύνοια: Οι αρχαίοι ζητούσαν, με τις θυσίες, την ~ των θεών.

[λόγ. < αρχ. εὐμένεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες