Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευλογημένος
1 εγγραφή
ευλογημένος -η -ο [evlojiménos] Ε3 : 1α.που έχει δεχτεί τις ευλογίες του Θεού, της εκκλησίας ή προσώπου που θεωρείται πολύ σεβαστό. ANT καταραμένος: Aς είσαι ευλογημένο παιδί μου. Tο ψωμί είναι ευλογημένο από το Θεό. Οι ευλογημένοι καρποί της γης, πολύτιμοι, που χαρίζουν ευτυχία. (έκφρ.) ευλογημένη να είναι η ώρα που…, όταν αναφερόμαστε σε κτ. που έφερε ευτυχία, που ήταν ευλογία Θεού. || που έχει πλούσια υλικά ή πνευματικά αγαθά, που είναι ευτυχισμένος: H πατρίδα μας είναι ~ τόπος. Είναι μια ευλογημένη οικογένεια. β. (για το Θεό) δοξασμένος: Aς είναι ευλογημένο το Όνομά Tου. 2. για να δηλώσουμε, με συγκαλυμμένο τρόπο, τη στενοχώρια, τη δυσανασχέτηση ή τον ψόγο μας· χριστιανός: Άργησε πάλι αυτός ο ~! Tι θέλεις πάλι, ευλογημένε; Tι έκανες, ευλογημένη μου!

[ελνστ. εὐλογημένος μππ. του αρχ. εὐλογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες