Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευλάβεια η [evlávia] Ο27 : έκφραση τιμής, λατρείας και ταπείνωσης προς το θείο ή προς κτ. που θεωρείται ιερό. ANT ανευλάβεια: Εκκλησάκια, δείγματα της ευλάβειας του λαού. Στάθηκε με ~ μπροστά στον τάφο του πατέρα του. Παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία με (θρησκευτική) ~. (έκφρ.) με θρησκευτική ~, με πολύ μεγάλη προσοχή, με προσήλωση: Παρακολουθούσαν το μάθημα / τον άκουγαν με θρησκευτική ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐλάβεια, αρχ. σημ.: `προσοχή΄]