Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκρασία
1 εγγραφή
ευκρασία η [efkrasía] Ο25 : (λόγ.) η ιδιότητα του εύκρατου, η ηπιότητα του κλίματος.

[λόγ. < αρχ. εὐκρασία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες