Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκοίλιος
1 εγγραφή
ευκοίλιος -α -ο [efkílios] Ε6 : ANT δυσκοίλιος. 1. (για πρόσ.) που έχει εύκολες κενώσεις ή που έχει τάση προς ευκοιλιότητα. 2. για τροφή ή για άλλη ουσία που διευκολύνει τις κενώσεις ή που προκαλεί ευκοιλιότητα: Tα σύκα / τα όσπρια είναι ευκοίλια.

[λόγ.: 2: ελνστ. εὐκοίλιος· 1: σημδ. γαλλ. relâché]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες