Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκλείδειος
1 εγγραφή
ευκλείδειος -ος / -α -ο [efklíδios] Ε15 : που αναφέρεται στον Ευκλείδη: α. στον αρχαίο Έλληνα γεωμέτρη: Ευκλείδεια γεωμετρία, που στηρίζεται στα αξιώματα που διατυπώθηκαν από τον Ευκλείδη. ~ χώρος, ο χώρος των τριών διαστάσεων, που στηρίζεται στο αξίωμα των παραλλήλων της ευκλείδειας γεωμετρίας. β. στον αρχαίο Aθηναίο άρχοντα: Ευκλείδεια γραφή, το ιωνικό αλφάβητο που καθιερώθηκε στην Aθήνα, όταν ήταν άρχοντας ο Ευκλείδης.

[λόγ. < ελνστ. Εὐκλείδ(ης) -ειος μτφρδ. γαλλ. euclidien < λατ. Εuclid(es) < ελνστ. Εὐκλείδ(ης) -ien = -ειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες