Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκαιριακός
1 εγγραφή
ευκαιριακός -ή -ό [efkeriakós] Ε1 : που συμβαίνει, που γίνεται όταν παρουσιαστεί η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, και που δεν έχει, συνεπώς, μόνιμο ή συστηματικό χαρακτήρα: Ευκαιριακή απασχόληση / δουλειά. || (μειωτ.) για κτ. που γίνεται ή για κπ. που ενεργεί ανάλογα με τις περιστάσεις που ευνοούν προσωπικά συμφέροντα: Οι γνωριμίες του και οι σχέσεις του είναι συνήθως ευκαιριακές. Ευκαιριακοί θαυμαστές και φίλοι. ευκαιριακά ΕΠIΡΡ: Συναντιόμαστε / δουλεύει ~. ~ υποστηρίζει τον έναν ή τον άλλο υποψήφιο.

[λόγ. ευκαιρί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. occasionnel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες