Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκίνητος
1 εγγραφή
ευκίνητος -η -ο [efkínitos] Ε5 : 1.που χάρη στη σωματική του κατασκευή ή κατάσταση κινείται με ευκολία και με ταχύτητα. ANT δυσκίνητος: Οι νέοι είναι ευκίνητοι / έχουν ευκίνητο σώμα. Έχει τα ευκίνητα δάχτυλα ενός ταχυδακτυλουργού. Tα αιλουροειδή είναι ευκίνητα ζώα. 2. (μτφ.) για διανοητική λειτουργία που έχει υψηλό βαθμό απόδοσης. ANT δυσκίνητος: Ευκίνητο πνεύμα, εύστροφο. H προσοχή του, εξαιρετικά ευκίνητη, κινείται από το ένα αντικείμενο στο άλλο.

[λόγ. < αρχ. εὐκίνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες