Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευθυκρισία
1 εγγραφή
ευθυκρισία η [efθikrisía] Ο25 : η δυνατότητα κάποιου να κρίνει και γενικά να σκέφτεται σωστά: Δικαστής γνωστός για την τιμιότητά του και την ~ του.

[λόγ. ευθυ- 1 + κρίσ(ις) -ία κατά το ελνστ. δικαιοκρισία `δίκαιη κρίση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες