Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευθερμαγωγός -ός / -ή -ό [efθermaγογós] Ε16 : (φυσ.) για σώμα που είναι καλός αγωγός της θερμότητας. ANT δυσθερμαγωγός: Ο σίδηρος είναι μέταλλο ευθερμαγωγό.
[λόγ. ευ- θερμαγωγός]