Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευεργέτημα το [everjétima] Ο49 : το ευεργετικό αποτέλεσμα, η ωφέλεια που προέρχεται από κτ., ιδίως από νόμο, διάταγμα κτλ.: Πολλοί αντιστασιακοί επωφελήθηκαν από το σχετικό ~ του νόμου και πήραν τιμητική σύνταξη.
[λόγ. < αρχ. εὐεργέτημα `καλή υπηρεσία΄ & σημδ. γαλλ. bénéfice]