Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευελιξία
1 εγγραφή
ευελιξία η [eveliksía] Ο25 : η ιδιότητα ή η ικανότητα εκείνου που είναι ευέλικτος: Άνθρωπος / ζώο / στρατιωτική μονάδα με εξαιρετική ~. Tο νέο διοικητικό συμβούλιο χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια και ~. Πολιτική που ασκείται με αρκετή ~.

[λόγ. ευέλικ(τος) -σία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες