Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευδαιμονικός -ή -ό [evδemonikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην ευδαιμονία ή στον ευδαίμονα: Ευδαιμονικό χαμόγελο. 2. που δέχεται ως υπέρτατο αγαθό την ευδαιμονία· ευδαιμονιστικός: Ευδαιμονικοί φιλόσοφοι.
[λόγ.: 1: αρχ. εὐδαιμονικός· 2: σημδ. γαλλ. eudémonique (στη νέα σημ.) < eudémon(isme) = ευδαιμον(ισμός) -ique = -ικός]