Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευγνώμων -ων -ον [evγνómon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (ιδ. για πρόσ.) που αισθάνεται ευγνωμοσύνη· ευγνώμονας. ANT αγνώμων· ιδίως σε εκφράσεις ευγένειας όπως: Σου / σας είμαι ~, σας ευγνωμονώ, σας ευχαριστώ πολύ. Θα σας είμαι ~ αν με βοηθήσετε. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. εὐγνώμων `με καλά αισθήματα, φρόνιμος΄ κατά την αλλ. της σημ. του ευγνωμοσύνη]



