Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευγνωμοσύνη η [evγnomosíni] Ο30α : αναγνώριση από κπ. της ευεργεσίας που του έκανε κάποιος άλλος καθώς και η έντονα φιλική διάθεση προς αυτόν. ANT αγνωμοσύνη: Aισθάνεται ~ για τους γονείς και τους δασκάλους του. Εκδηλώνει με κάθε τρόπο την ~ προς το σωτήρα του.
[λόγ. < αρχ. εὐγνωμοσύνη `ευγενικότητα, λογική΄ σημδ. γαλλ. gratitude & reconnaissance (συν. του gratitude)]