Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευγνωμονώ
1 εγγραφή
ευγνωμονώ [evγnomonó] Ρ10.9α : αισθάνομαι ευγνωμοσύνη: Aν με βοηθήσεις, θα σε ~ σε όλη μου τη ζωή.

[λόγ. < αρχ. εὐγνωμονῶ `έχω καλή γνώμη, ανταμείβω τη χάρη΄ κατά την αλλ. της σημ. του ευγνωμοσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες