Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευγενικός
1 εγγραφή
ευγενικός -ή / -ιά -ό [evjenikós] Ε1, Ε2 : I1.που χαρακτηρίζεται από ευγένεια, που επιδεικνύει καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει. ANT αγενής: Ευγενική συμπεριφορά. Ευγενικό φέρσιμο. Ευγενικοί τρόποι. Ευγενικά λόγια. || Είναι ευγενικό να… / που…: Δεν είναι ευγενικό να ρεύεσαι μπροστά στους άλλους. Είναι πολύ ευγενικό που με καλέσατε. || (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με ευγένεια: ~ άνθρωπος. Είναι ~ με όλους, τόσο με τους ίσους όσο και με τους κατωτέρους του. 2. που είναι ποιοτικά ανώτερος ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη: ~ χαρακτήρας / αγώνας. Ευγενικά συναισθήματα / χαρακτηριστικά / ήθη. Είναι ευγενικό να συμπονάς ακόμα και τον εχθρό σου. II. ευγενήςI: Άνθρωπος ευγενικής καταγωγής. ευγενικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. I1: Mιλάει / φέρεται ~. Aρνήθηκε ~ την πρόσκληση.

[λόγ. < μσν. ευγενικός < ευγεν(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες