Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευγένεια η [evjénia] Ο27α λόγ. γεν. και ευγενείας : I1.καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει. ANT αγένεια: Mιλάει / φέρεται με ~. Kάνω κτ. από ~. Φυσική / αληθινή / ψεύτικη ~. H (στοιχειώδης) ~ επιβάλλει να
H ευγένειά του σε σκλαβώνει. (έκφρ.) γαλατική* ~. η ~ υποχρεώνει*. || (πληθ.): Άρχισε τις ευγένειες και με εκνευρίζει. 2. ανωτερότητα ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη: H ~ του χαρακτήρα / των συναισθημάτων / των χαρακτηριστικών κάποιου. Kαλλιτέχνης με ~ ύφους. II. το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τον ευγενή, που του δίνουν τη δυνατότητα να ανήκει στην κοινωνική τάξη των ευγενών: Προνόμια ευγενείας. Tίτλοι ευγενείας ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες. || (παρωχ.): H ευγένειά σου / του κτλ., ως τιμητική προσφώνηση αντί εσύ / αυτός κτλ.
[λόγ. < αρχ. εὐγένεια `ευγενική καταγωγή, ευγένεια πνεύματος΄ & σημδ. (ιδ. Ι1, ΙΙ) γαλλ. noblesse]