Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευαισθητοποίηση η [evesθitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευαισθητοποιώ: ~ του ανθρώπινου οργανισμού. ~ της κοινής γνώμης.
[λόγ. ευαισθητοποιη- (ευαισθητοποιώ) -σις > -ση]