Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευέλικτος
1 εγγραφή
ευέλικτος -η -ο [evéliktos] Ε5 : που εύκολα κάνει ελιγμούς. 1. που κινείται εύκολα προς κάθε κατεύθυνση: Ευέλικτο όχημα. Ευέλικτη στρατιωτική μονάδα. Tα εχθρικά πλοία λόγω του όγκου τους δεν ήταν ευέλικτα. 2. (μτφ.) που μπορεί εύκολα και γρήγορα: α. (για πρόσ.) να ενεργεί: ~ πολιτικός. Ένα ολιγάριθμο και συνεπώς ευέλικτο υπουργικό συμβούλιο. β. να αλλάζει και να προσαρμόζεται κατάλληλα, να είναι αποτελεσματικός: Ευέλικτη πολιτική. Ένα ευέλικτο εθνικό σύστημα υγείας / εκπαίδευσης. ευέλικτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εὐέλικτος `που τυλίγεται εύκολα΄ & σημδ. γαλλ. flexible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες